- υπενδύω
- ὑπενδύω ΝΜΑ [ἐνδύω]ντύνω εσωτερικάνεοελλ.επενδύω εσωτερικά, φοδράρωμσν.-αρχ.ντύνω από μέσα, φορώ εσωτερικά, ντύνω από κάτω (α. «ὑπενέδυσ' ἐρραμέν' αὑτήν», Άλεξ.β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπένδυση — η / ὑπένδυσις, ύσεως, ΝΜ [ὑπενδύω] νεοελλ. εσωτερική επένδυση μσν. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενδύω … Dictionary of Greek
υπένδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑπενδύω] εσωτερικό ένδυμα … Dictionary of Greek
υπενδύτης — ο / ὑπενδύτης, ΝΑ [ὑπενδύω] εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο νεοελλ. 1. γιλέκο 2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις … Dictionary of Greek